- άχωρ
- Είδος δερματομυκητίασης που οφείλεται στον μύκητα αχόριο του Schonlein. Προσβάλλει τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τα παιδιά, καθώς επίσης και ορισμένα ζώα (άλογα, κουνέλια κ.ά.). Είναι νόσος μεταδοτική και μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα αρχίζοντας από το τριχωτό μέρος του κεφαλιού. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα αποτελούν η αλλοίωση των τριχών (σκληρές και ατροφικές) που αργότερα αποχωρίζονται και πέφτουν και η έντονη μυρωδιά που εκπέμπει. Υπάρχουν επίσης μορφές ά. που προσβάλλουν το άτριχο μέρος, τα νύχια και πολλές φορές τα έντερα. Εμφανίζεται συνηθέστερα στους κατοίκους των χωρών της ισημερινής ζώνης. Ο λαός την ονομάζει κασίδα.
* * *(-ορος και -ωρος), ο (Α ἄχωρ, -ορος και ἀχώρ, -ῶρος)χρόνια μολυσματική μυκητίαση των τριχών, της επιδερμίδας, του τριχωτού δέρματος και των νυχιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα άχυρον, άχνη και ανάγεται σε αρχαίο θέμα σε -r / n, ενώ άλλοι τη συνέδεσαν με το Αχέρων. Βλ. και λ. ακ-].
Dictionary of Greek. 2013.